αδέκαστο(ν)

αδέκαστο(ν)
τό
1) неподкупность, честность; 2) беспристрастность, объективность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αδέκαστο(ν)" в других словарях:

  • αδέκαστος — η, ο (Α ἀδέκαστος, ον) [δεκάζω] 1. αυτός που δεν παίρνει χρήματα, δεν δωροδοκείται, δεν εξαγοράζεται για να παραβεί το καθήκον του 2. αμερόληπτος, απροκατάληπτος, δίκαιος, τίμιος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το αδέκαστο τιμιότητα, ακεραιότητα («το… …   Dictionary of Greek

  • ακεραιότητα — Η ολότητα, η πληρότητα· επίσης, μεταφορικά, η εντιμότητα του χαρακτήρα. (Νομ.) Η σωματική α. του ατόμου προστατεύεται από τον αστικό και ποινικό νόμο. Περιέχεται στο δικαίωμα επί της ιδίας προσωπικότητας και σε περίπτωση βλάβης του σώματος ή της… …   Dictionary of Greek

  • Ίνκας — Λαός του κλάδου Κετσούα, που δημιούργησε τη μεγαλύτερη προκολομβιανή αυτοκρατορία στη Νότια Αμερική, η οποία, κατά την εποχή της κατάκτησης από τον Ισπανό Φρανθίσκο Πιθάρο, εκτεινόταν από το σημερινό κράτος του Ισημερινού έως τη βόρεια Χιλή και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»